- αιγίδα
- (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας, ενώ ως αμυντικό σήμαινε τον θώρακα, την ασπίδα. Στις λαϊκές παραδόσεις η α. ήταν το δέρμα της Αμάλθειας που ντύθηκε ο Δίας για να νικήσει τους Τιτάνες, ενώ για την Αθηνά ήταν το δέρμα από το τέρας Αιγήεις που σκότωσε η θεά και με το οποίο κάλυψε την ασπίδα της. Από τότε έγινε το όπλο της Αθηνάς, που η θεά δεν αποχωριζόταν ποτέ. Σε πάρα πολλά αγάλματα η θεά εμφανίζεται με την α. που απεικονίζει στο κέντρο της το κεφάλι της Γοργόνας και ολόγυρα φίδια. Αργότερα η μορφή της α. άλλαξε και έγινε χλαμύδα και τα φίδια αντικαταστάθηκαν από τα λουριά της ζώνης.
Η α. χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο στα τείχη πόλεων, σε αγάλματα ηρώων και αυτοκρατόρων, σε διακοσμήσεις ασπίδων κλπ. και σήμαινε ότι το άτομο ή ο τόπος βρίσκονταν υπό την προστασία του Δία και της Αθηνάς. Πήρε δηλαδή την έννοια του φυλαχτού, της προστασίας. Με αυτήν την έννοια έμεινε μέχρι σήμερα στη γλώσσα μας αλλά και σε άλλες γλώσσες. Π.χ. τελεί υπό την αιγίδα... κλπ.
Λεπτομέρεια από αμφορέα, που απεικονίζει τη θεά Αθηνά με την αιγίδα της, έργο του λεγόμενου ζωγράφου του Ανδοκίδη.
* * *η (Α αἰγίς)στα νεοελλ. μόνο στη φρ. «υπό την αιγίδα», κάτω από την προστασία κάποιουαρχ.1. δέρμα κατσίκας«δασυμάλλῳ ἐν Αἰγίδι κλινομένῳ» (Ευρ. Κύκλ. 360)2. η ασπίδα τού Διός, κατασκευασμένη από δέρμα κατσίκας, ως σύμβολο ακαταμάχητης δύναμης και εξουσίας3. η ασπίδα τής θεάς Αθηνάς4. δέρμα κατσίκας σαν επενδύτης (όπως τής Αθηνάς ή εκείνο που φορούσαν οι ιέρειες τής Αθηνάς)5. ορμητική θύελλα, καταιγίδα6. στίγμα, κηλίδα στο μάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι ποικίλες σημασίες τής λ., που διαφοροποιούνται μάλιστα σημαντικά, αν ληφθούν λ.χ. υπ' όψιν οι σημ. «ασπίδα» και «καταιγίδα», επιτρέπουν περισσότερες από μία ετυμολογίες. Βασική φαίνεται η, παρετυμολογική ίσως στην προέλευσή της, σύναψη τής λ. με το αἴξ, αἰγὸς (πρβλ. νεβρὶς < νεβρὸς): αἰγὶς = ασπίδα από δέρμα αιγός, η ασπίδα τού Διός, σύμβολο δυνάμεως και εξουσίας. Κατ' άλλους, η λ. θα πρέπει να συνδεθεί με το υλικό τής ασπίδας, το ξύλοοπότε αἰγ-ὶς < *aig- «ξύλο βελανιδιάς» (πρβλ. αἰγανέη*, αἰγίλωψ* πιθ. και αἴγειρος*). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η σημ. «καταιγίδα» είτε είναι προϊόν μεταφορικής χρήσεως (η λ. καταιγίδα είναι υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. καταιγίζω), είτε είναι διαφορετικής ετυμολ. αρχής, ανάγεται στη ρίζα *aig- «κινούμαι ορμητικά» (πρβλ. αἶγες «ορμητικά κύματα», αἰγανέη*), απ' όπου τα αἰγίζω*, ἐπαιγίζω και καταιγίζω*].
Dictionary of Greek. 2013.